- προλάζυμαι
- προλάζῠμαι,A receive beforehand or by anticipation, c. gen. partit.,
τῆς ἡδονῆς E.Ion1027
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῆς ἡδονῆς E.Ion1027
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προλάζυμαι — receive beforehand pres ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλάζυμαι — Α (ποιητ. τ.) απολαμβάνω κάτι προηγουμένως ή εκ τών προτέρων, προγεύομαι («προλάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῇς ἡδονῆς» Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λάζυμαι, ιων. τ. τού λάζομαι «λαμβάνω»] … Dictionary of Greek